- ναύος
- ναῡος, ὁ (Α)(αιολ. τ.) βλ. ναός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
nes- — nes English meaning: to join with; to conceal oneself Deutsche Übersetzung: ‘sich vereinigen, geborgen sein” Material: O.Ind. násatē “gesellt sich to, combined sich with jemand”, redupl. not thematic níṁsatē 3. pl. ‘sie berũhren … Proto-Indo-European etymological dictionary